- χιλιοποδαρούσα
- η, Νζωολ. κοινή ονομασία τών διπλοπόδων τα οποία, καταχρηστικά, ονομάζονται και σαρανταποδαρούσες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρανταποδαρούσα — > σκολόπενδρα. * * * η, Ν ζωολ. 1. κοινή ονομασία τού μυριάποδου σκολόπενδρα 2. η χιλιοποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + ποδάρι + κατάλ. ούσα (< μτχ. ρημάτων σε ώ), πρβλ. ξανθομαλλ ούσα] … Dictionary of Greek